- πελεκῖνος
- πελεκῖνοςpelicanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… … Dictionary of Greek
πελεκῖνοι — πελεκῖνος pelican masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκῖνον — πελεκῖνος pelican masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek
πελεκινοειδής — ές, Α αυτός που μοιάζει με πελεκίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῖνος + ειδής*] … Dictionary of Greek
πελεκινωτός — ή, όν [πελεκίνος] πελεκινοειδής* … Dictionary of Greek
πικροκούκι — το, Ν το γνωστό με τη λόγια ονομασία νομευτικό φυτό πελεκίνος ο στεφανίσκος … Dictionary of Greek
πελεκίνοις — πελεκί̱νοις , πελεκῖνος pelican masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκίνου — πελεκί̱νου , πελεκῖνος pelican masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκίνους — πελεκί̱νους , πελεκῖνος pelican masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)